Γεράκι - Το Κάστρο μας

Ιστολόγιο της ομάδας του Γυμνασίου Γερακίου Λακωνίας για το Κάστρο μας και την ιστορία του, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Σχολικών Δραστηριοτήτων με τίτλο: " Γεράκι, Φραγκιά και Βενετιά. Τα μεσαιωνικά κάστρα κοινό στοιχείο Πολιτισμού και Ιστορίας "
Τάξεις: Α΄και Β΄Γυμνασίου
Υπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Σαράντη Ανθή - Γκανά Πένυ - Τσιμπίδη Σοφία
Σχολικό Έτος 2014 - 2015

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Κάστρα στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη


Κάστρα στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη


"Στις ελληνικές χώρες, τα κάστρα είναι πιο θεωρητικά και πιο άγρια παρά κείνα που βρίσκονται στη Φραγκιά, μ’ όλο πούναι τα περσότερα μικρά καστέλλια και πύργοι, επειδής οι τόποι σ’ εμάς είναι πετραδεροί και σπανοί, και τα χτίρια έχουνε χτιστεί σκέτα, δίχως πλουμιά.» Φώτης Κόντογλου
Στην Ευρώπη τα κάστρα χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες βασιλιάδων ή ευγενών. Ανάμεσα στα 1050 με 1350, ισχυροί άντρες και γυναίκες ξόδευαν τεράστα χρηματικά ποσά για το χτίσιμο και τη διακόσμηση μερικών από τις πιο εντυπωσιακές και υπέροχες κατοικίες που υπήρξαν ποτέ στην Ευρωπη. Οι πύργοι δεν ήταν μονάχα ιδιωτικές κατοικίες, αν και περιείχαν άνετα, απομονωμένα διαμερίσματα για τον πυργοδεσπότη και την οικογένειά του. Επιπλέον, ήταν και στρατιωτικά επιτελεία, προπύργια του τοπικού αφέντη ή ενος ηγέτη κατακτητικού στρατού που μπορούσε έτσι να τους χρησιμοποιήσει ως σταθερη βάση για την επέκτασή του στις γυρω περιοχές.
Τα κάστρα από το 13ο αιώνα γίνονται πέτρινα. Οι τοποθεσίες τους επιλέγονταν έτσι ώστε να είναι δυσπρόσιτα, οπότε και απόρθητα. Όταν τα κάστρα δεν εξυπηρετούσαν κατακτητικούς σκοπούς, αποτελούσαν την έδρα της ισχυρης οικογένειας μιας περιοχής και ήταν συνήθως το κέντρο ενός μεγάλου αγροκτήματος.  Τέτοια κάστρα συναντάμε και σε πεδινές περιοχές, όπως η Γαλλία. Αντίθετα,  στις κατακτημένες περιοχές επιλέγονταν τοποθεσίες όπου τα κάστρα μπορούσαν να έχουν θέση για επιτήρηση όσο το δυνατον μεγαλύτερης περιοχής και να είναι παράλληλα δυσπρόσιτα. Τέτοιες τοποποθεσίες ήταν κορυφές λόφων και τετοια καστρα συνανταμε στην Ελλάδα όπου και ο σκοπός ήταν η διατήρηση των κτήσεων και η άμυνα και παράλληλα προσφερόταν το ανάγλυφο.
Εντούτοις, όλα τα καστρα είχαν κοινά στοιχεία δομής: Διεθεταν πύργους επιτήρησης, που ήταν πολύ γερής κατασκευης, με χοντρά πέτρινα τείχη και στην κορυφή τους υπήρχαν πολεμίστρες. Στέγαζαν την οικογενεια του άρχοντα, καθώς και το υπηρετικό προσωπικό και τους στρατιώτες. Η είσοδος κλεινόταν από μια κινητή γέφυρα, εφόσον υπήρχε τάφρος, και μια καγκελόπορτα.
Τυπική δομή κάστρου
Ένας βασιλιάς, μια βασίλισσα ή ένας πολύ ισχυρός ευγενής μπορούσε να έχει στην κατοχή του αρκετούς πύργους. Όμως μέσα στους πύργους δε ζούσαν μόνο οι αφέντες και οι κυρίες. Στρατιωτικό απόσπασμα ήταν δυνατόν να «σταθμεύει» εκεί για χρόνια, με καθήκοντα επιτήρησης. Ακόμα, μάγειροι, ιπποκόμοι, κηπουροί, οικιακοί βοηθοί, αγρότες και εργάτες ζούσαν μόνιμα στους πύργους, στον εξωτερικο περίβολο ή σε ένα κοντινό χωριο, φροντίζοντας το αγρόκτημα του πύργου και τα φεουδαρχικά κτήματα του άρχοντα. Στις περιπτώσεις που το κάστρο δεχόταν εχθρική επίθεση και πολιορκία, οι άνθρωποι εγκατελειπαν τα σπίτια τους και ενώνονταν με τους υπόλοιπους κατοίκους του πύργου, οπότε όλοι μαζί εβρισκαν καταφύγιο στα δυνατά τείχη του πύργου.
Κάστρο στο Βέλγιο


Κάστρο στην Ιταλία

Κάστρο στην Ελλάδα ( Καρύταινα)

Κάστρο στη Γαλλία




Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Ζωγραφιές μαθητών για το κάστρο του Γερακίου


Γεωργία Βλάχου - Μαθήτρια Α΄Γυμνασίου

Περικλής Χαλκιάς - μαθητής Α΄Γυμνασίου
                              
Γιάννης Πρικόπιε - Μαθητής Α΄Γυμνασίου

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ρόλος των κάστρων κατά τη Μεσαιωνική εποχή

Ο ρόλος των κάστρων

Βασική λειτουργία τους ήταν να διατηρούν τις κατακτήσεις και όχι να τις πραγματοποιούν. Το κάστρο σα διοικητικό κέντρο, αποθήκη εφοδίων και εκδήλωση ισχύος ήταν πιο σημαντικό από οποιαδήποτε καθαρή στρατιωτική λειτουργία. Τα κάστρα πιθανόν να είχαν περιορισμένο στρατηγικό ρόλο στην Ελλάδα, μπορούσαν όμως να επιβραδύνουν οποιαδήποτε ανακατάληψη.
Τα κάστρα χτίζονταν συνήθως σε απρόσιτα σημεία, τόσο για να προκαλούν δυσκολίες στην προσέγγιση, όσο και για να μπορούν να εποπτεύουν το γύρω χώρο και να εξαπολύουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε έναν εχθρό. Αποτελούνταν από οχυρωμένα τείχη που σχημάτιζαν ένα ή δύο περιφραγμένα μέρη με ένα παρατηρητήριο στο υψηλότερο σημείο τους. Η λειτουργία των περιφραγμένων χώρων είναι ασαφής.
Τα περισσότερα κάστρα προσήλκυαν εποίκους γύρω τους. Πολλά από τα κάστρα, ανάμεσα σε αυτά και του Γερακίου, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται μετά το Μεσαίωνα και δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν μεταγενέστερες μετατροπές τους.
Τα κάστρα της μεσαιωνικής Ελλάδας είναι πολυάριθμα. Ορισμένα βρίσκονται μόνο σε παλαιά κείμενα και οι τοποθεσίες τους δεν είναι ακόμα γνωστές. Άλλα υπάρχουν με τη μορφή ερειπίων και σε μπορούν να χρονολογηθούν από τη λιθοδομή ή το σχέδιό τους. Οι πηγές δε δίνουν πολλές πληροφορίες για το χρόνο και το κόστος κατασκευής τους ή για το εργατικό δυναμικό που χρησιμοποιήθηκε.

Πηγή:     Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, Peter Lock 

Η κατασκευή νέων κάστρων από τους Φράγκους

Το κάστρο του Γερακίου

Δεν πρόκειται για κάστρο που χτίστηκε ως επέκταση παλαιότερης Βυζαντικής οχύρωσης, όπως έγινε σε άλλα μέρη, αλλά χτίστηκε εξαρχής από Φράγκους. Το χρονικό του Μορέως, συγκεκριμένα, αναφέρει την κατασκευή τεσσάρων νέων κάστρων απο τους Φράγκους, που τα συνδέει με την περίοδο της κατάκτησης, αναφέροντας ότι τα έφτιαξαν οι πρώτοι άρχοντες:
·         Ο Γκοτιέ ντε Ροζιέρ έχτισε την Άκοβα στην περιοχή Mεσαρά
·         Ο Ίγκ ντε Ροζιέρ την Καρύταινα
·         Ο Γκια ντε Νιβελέ, που κατείχε έξι ιπποτικά φέουδα στη Λακωνία,  το Γεράκι στην Τσακωνία
·         Ο Ρομπέρ ντε Τρεμολέ τη Χαλανδρίτσα

Μάλιστα, τα κάστρα Γερακίου και Καρύταινας είχαν κατασκευαστεί, σύμφωνα με το Lock, από τους γιους των αρχικών κατόχων τους (γιος του Νιβελέ ήταν ο Ζαν). Σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως όμως, δεν είναι ξεκάθαρο αν το κάστρο το έχτισε ο πατέρας ή ο γιος.


Πηγή:  Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, Peter Lock



Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Στοιχεία αρχιτεκτονικής για τον οικισμό και το Κάστρο



ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Από τα ανατολικά του Γερακίου υψώνεται ένας, αποκομμένος από τον Πάρνωνα, μακρόστενος, δασωμένος ορεινός όγκος με δύο κορυφές και βαθύ διάσελο, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Πάνω στο λόφο αυτό του Πάρνωνα δεσπόζει το κάστρο του Γερακίου.  Στα ΝΑ του βρίσκεται η Μονεμβάσια, ενώ στα δυτικά του ο Μυστράς.
Τα υπολείμματα του Κάστρου και του μεσαιωνικού οικισμού διακρίνονται στις δύο κορυφές του λόφου με το όνομα Παλαιόκαστρο.
Στη βόρεια κορυφή σώζονται —σε σχετικά καλή κατάσταση— το Κάστρο και, κάτω από αυτό, στη δυτική ομαλή πλαγιά, τα κτίσματα του βασικού οικισμού





Στη νότια κορυφή σώζο­νται υπολείμματα μιας δεύτερης οικιστικής συγκέ­ντρωσης που συνδέεται με τον βασικό οικισμό με μο­νοπάτι ανοιγμένο σε διάσελο, μήκους 700 μ., που ενώ­νει τις δύο κορυφές.

 Η οικιστική συγκέντρωση γύ­ρω από το κάστρο άρχισε με την ανέγερσή του και συνεχίστηκε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Τε­λικά, ο λόφος ερημώθηκε μεταξύ 15ου αι. και 1700, οπότε το Γεράκι μεταφέρθηκε στη θέση του σημερι­νού οικισμού και αποτέλεσε κεφαλοχώρι της ενετοκρατούμενης και τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου, με μεγάλες παραγωγικές εκτάσεις στον κάμπο.

Ο Φώτης Κοντογλου μας δινει το 1962 την ακόλουθη περιγραφή, με το μοναδικό τρόπο που ένας λογοτέχνης και ζωγράφος μπορεί να αποτυπώσει τη γοητεία που μεταδίδει η αλλοτινή αίγλη του κάστρου.
''Κάστρο μικρό είναι και στενούτσικο, το μάκρος του πάει από Βοριά σε Νότο, όπως είναι θεμελιωμένο και το βουνό. Η πόρτα βρίσκεται κατά το ηλιοβασίλεμα, μικρή και πλουμισμένη με κεραμίδια, που'ναι κι όλο-όλο το στολίδι του. Στη μέση ο τοίχος είναι γκρεμισμένος, από μακριά να παρομοιάζει το Κάστρο ίδιο αγρίμι με σπασμένο το ραχοκόκαλο. Στέκουνται ακόμα καλά οι δυο άκριες αψηλές και περήφανες, μάλιστα είναι απείραχτη η τάμπια, π'αγναντεύει κατά το γαρμπή με τα μπεντένια της και με τις γωνιές της καλά διατηρημένες. Το άλλο είναι χαλασμένο λίγο ως πολύ, εξόν από τη Βορινή άκρη που στέκεται όρθια, όπως το κοράκι της πλώρης στο τρεχαντήρι. Από την Ανατολήν είναι πιο απόγκρεμο κ'οι τοίχοι πιο στεκάμενοι. Σώζεται μια στέρνα. Στη μέση λένε πως γκρεμίσανε πριν χρόνια τον τοίχο που κοιτάζει κατά το ηλιοβασίλεμα, για να βλέπουνε από το χωριό το χορό που κάνουνε κάθε χρόνο μέσα στο Κάστρο.....'' 

Φώτης Κόντογλου, Το Κάστρο του Γερακιού, ''Πειραϊκή-Πατραϊκή'', αριθ.84 Ιούν. 1962 σ.28 


Το μοναδικό διάγραμμα του οικισμού το οφείλουμε στον Άγγλο μελετητή Ramsay Traquair στις αρχές του αιώνα (1905), όπου σημειώνονται με μεγάλη για την εποχή ακρίβεια κτίσματα, οχυρώσεις και το ανά­γλυφο του εδάφους.





 Όμως συστηματική μελέ­τη του οικισμού δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, πράγμα που θεωρούμε ότι είναι ενδιαφέρον και αναγκαίο, προκειμένου να συμπληρώσουμε τις γνώσεις μας όσον αφορά στην ιστορία, την αρχιτεκτονική, την κουλτούρα των ανθρώπων που έζησαν στον τόπο αυτό.

Οι Α.Μ. Σιμάτου και Ρ. Χριστοδουλοπούλου κάνουν μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια παρουσίασης με μια απλή περιγραφή, αλλά και ερμηνείας διαφόρων κατασκευαστικών και μορφολογικών στοι­χείων, με σκοπό τη δημιουργία όσο το δυνατόν μιας  πιο καθαρής εικόνας της περιοχής και της μορφής των κτισμά­των:

Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ

Ο δρόμος που οδηγεί στη βόρεια κορυφή του λόφου καταλήγει σε ένα πλάτωμα στο κάτω μέρος του κυρίως οικισμού, από όπου γίνεται ουσιαστικά ορατό το σύ­νολο της οικιστικής συγκέντρωσης. Από εκεί διακρί­νονται, ανάμεσα στα ερειπωμένα με πρώτη ματιά κτί­σματα, αρκετές εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν προστατευθεί με νέες κεραμοσκεπές και εν μέρει έχουν συντηρηθεί οι τοιχογραφίες τους.
Ο οικισμός έχει σχήμα τραπεζίου που η βόρεια πλευ­ρά του οριοθετείται έντονα από ένα τείχος βράχων, σε αντίθεση με τη νότια που απλώνεται ελεύθερα στην πλαγιά.
Η εμφανής διαφοροποίηση της πυ­κνότητας δόμησης στην έκταση του οικισμού οδηγεί στη διάκριση τριών βασικών κτιριακών ενοτήτων:
-μια γειτονιά, πολύ συνεκτική, κάτω από το κάστρο στα ΒΑ.
- μια δεύτερη γειτονιά στο κέντρο, με αραιότερη δόμηση
- μια τρίτη γειτονιά στα ΝΔ, με ελεύθε­ρο χαρακτήρα


ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ  -  ΟΧΥΡΩΣΗ

 Τα υπολείμματα του οδικού δικτύου είναι σχεδόν ανύ­παρκτα, γι΄αυτό η ανίχνευση του μπορεί να γίνει μέσω της μελέτης των γωνιών των σπιτιών των προσβάσεών τους. Από αυτά τα στοιχεία οι αρχαιολόγοι οδηγούνται  με επιφυλάξεις στην εικόνα ενός οδικού δικτύου που περιελάμβανε:
α) Ένα βασικό ομαλό δρόμο, που ξεκινούσε από το πλάτωμα, και διχαζόταν σε ένα δρόμο που οδηγούσε, παράλλη­λα προς το τείχος, στην πύλη του κάστρου, και σε ένα δεύτερο που συνέχιζε ως μονοπάτι στη νότια κορυφή.
β) Έναν κεντρικό απότομο δρόμο, που ξεκινούσε από το πλάτωμα και οδηγούσε στο κάστρο, διασχίζοντας την πρωτη γειτονιά και οδεύοντας ανηφορικά, παράλληλα προς το βόρειο όριο του οικισμού.
γ) Ένα δεύτερο δρόμο, που είχε κοινή αρχή με τον προηγούμενο και οδηγούσε στη δεύτερη γειτονιά.
Εκτός από τους παραπάνω δρόμους, οι αρχαιολόγοι μιλούν με βεβαιότητα για ένα πλήρες δίκτυο από μικρά μονοπάτια. Τμήματα του ανιχνεύο­νται από λαξεύσεις στον φυσικό βράχο, από τοίχους αντιστήριξης, από κτιστά σκαλοπάτια και πεζούλια, ενώ αντίθετα πουθενά δεν βρέθηκε τμήμα λιθόστρω­του. Αυτά τα μονοπάτια προσέφεραν πρόσβαση σε δύο ή τρία σπίτια κάθε φορά, ή περιτριγύριζαν μεγάλα σπίτια και συγκροτήματα, προσφέροντας τη δυνατό­τητα για πρόσβαση σε κάποια δεύτερη είσοδο.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του οδικού δικτύου είναι η απότομη κλίση και το βραχώ­δες του εδάφους, όπως και οι μεταβαλλόμενες κατά καιρούς ανάγκες προσπέλασης, εξαιτίας προσθηκών που γίνονταν στα κτίρια.
Από την ύπαρξη τμημάτων υποστηρικτικών τοίχων και σκαλοπατιών στο βόρειο όριο του οικισμού, όπως επίσης και κάτω από τα σπίτια της τριτης γειτονιάς, επιβε­βαιώνεται η ύπαρξη κάποιου είδους περιμετρικής οχύ­ρωσης, απαραίτητης για την προστασία του οικισμού. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από τη σημεί­ωση στο διάγραμμα του Traquair ενός είδους πύλης, που τοποθετείται στο βόρειο όριο. Από εκεί πιθανότατα γινόταν η είσοδος στον οικισμό μέσω του βασικού δρόμου, που κατέληγε στο κάστρο, αφού διέσχιζε το πλάτωμα. Από αυτό το πλάτωμα ξεκινούσαν οι βασικοί δρόμοι και τα μονοπάτια του οικισμού και εκεί έβλεπαν δύο σημαντικές εκκλησίες, η Αγία Παρασκευή και η Αγία Αικατερίνη. Η ύπαρξη μεγάλης δημόσιας στέρνας σε ένα διευρυμένο επίπεδο χώρο ενισχύει την υπόθεση ότι το πλάτωμα λειτουργούσε ως πλατεία με εναλλασ­σόμενες λειτουργίες συνάθροισης και εμπορικής συ­ναλλαγής, σε άμεση σχέση με την είσοδο του οικι­σμού.


ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ NIVELET

Ανηφορίζοντας στην αριστερή διακλάδωση που ξεκι­νά από την Αγία Παρασκευή, φτάνουμε σε ένα συγκρό­τημα κτισμάτων, σε επαφή, το οποίο οι ντόπιοι ονομά­ζουν «κατοικία του Nivelet». Παρόλο που η πιθανότερη θέση της κατοικίας του άρχοντα έπρεπε να είναι μέσα στο κάστρο, η διάταξη των χώρων του συ­γκροτήματος σε σειρά, η οχύρωσή του με ανοίγματα μόνο στους ορόφους και η τοποθέτηση του κάτω από το κάστρο, πάνω σε απότομους βράχους που καθιστούν την πρόσβαση σε αυτό ελεγχόμενη, προϋ­ποθέτουν κάποιον επώνυμο χρήστη. Το συγκρότημα αποτελείται από τέσσερις χώρους, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. 



ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ 




Μπορούμε να πούμε ότι το κάστρο του Γερακίου ανήκει στην ομάδα των ορεινών κάστρων του 13ου  αιώνα, που έκτισαν οι Φράγκοι εκμεταλλευόμενοι τη φυσική οχύρωση. Διακρίνονται δύο βασικές οικοδο­μικές φάσεις. Μία πρώτη γύρω στο 1250, που ιστορικά θέλει ως κτήτορα τον Jean de Nivelet (ή, κατ΄άλλους τον πατέρα του), και μια δεύτερη, βυζαντινή, μετά το 1260, κατά την οποία ενισχύθηκε η νότια πλευρά και επισκευάστηκε η δυτική με την πύ­λη.
Τα τείχη του κάστρου σήμερα είναι ερειπωμένα. Διατηρούνται κάποια οχυρωματικά έργα και οι πυργίσκοι στην πλευρά της κορυφογραμμής του λόφου, που βλέπουν προς τη πεδιάδα μέχρι τον μακρινό Λακωνικό κόλπο.
Ο σημαντικότερος ναός του οικισμού είναι ο Άγιος Γεώργιος, κτισμένος στο κεντρικότερο σημείο του περιβόλου. Μέσα στον περίβολο του κάστρου υπάρχει μεγάλος αριθμός κτισμάτων, από τα οποία άλλα είναι μεμονωμέ­να και άλλα οργανώνονται σε συγκροτήματα. Τα μόνα πολύχωρα κτίσματα που υπάρχουν βρίσκονται το ένα σχεδόν σε επαφή με τον Άγιο Γεώργιο και το άλλο στα δυτικά της μεγάλης κινστέρνας του κάστρου. Τη συ­νολική τους κάτοψη γνωρίζουμε μόνο από το διά­γραμμα του Traquair, γιατί σήμερα σώζονται μόνο κά­ποιες γωνίες και μεσότοιχοι. Η θέση τους μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό τους ως κατοικίας του άρχοντα. Όμως, το πλέον ενδιαφέρον συγκρότημα κτισμάτων βρίσκεται βόρεια και δυτικά της εκκλησίας. Από αυτό σώζονται σε καλή κατάσταση κτίσματα που τοποθε­τούνται σε μία ζώνη από Α. προς Δ., κλείνοντας τον βόρειο χώρο του περιβόλου. Από τις εισόδους, τις αποτμήσεις και τα περάσματα μπορούμε να διακρί­νουμε ένα βασικό μονοπάτι που ελίσσεται ανάμεσα τους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, το Γεράκι αποτελεί μια σπάνια περίπτωση σωζόμενου βυζαντινού οικισμού χωρίς μεταγενέστερες επεμβά­σεις, που μας δίνει μια καθαρή εικόνα της μορφής του βυζαντινού οικισμού του 15ου αι. και της τυπολογίας της βυζαντινής κατοικίας. Οι ελάχιστες διαστάσεις των κτισμάτων, που μόλις καλύπτουν τις βασικές ανά­γκες ζωής, επιβεβαιώνουν την άποψη ότι τα τυπικά βυζαντινά σπίτια των οικισμών της περιοχής ήταν μι­κρής κλίμακας και περιορισμένων μορφολογικών προθέσεων, σε αντίθεση με τη λανθασμένη εικόνα που μας έδιναν μέχρι πρότινος τα μοναδικά γνωστά παρα­δείγματα του Μυστρά.

Πηγές:
-            https://5a.arch.ntua.gr/project/4259/4638 -  
-            http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/viewFile/1035/977  (A. M. Σιμάτου- Ρ. Χριστοδουλοπούλου, Παρατηρήσεις στο μεσαιωνικό οικισμό του Γερακίου, ΔΧΑΕ (1989-1990), Περίοδος Δ', Αθήνα 1991, σ. 67-88. )






Απόσπασμα από την Αθηνά Ταρσούλη

Στενά καλντεριμωμένα δρομάκια, σκαλωτά ελικοειδή ανηφόρια και μικρά αδιέξοδα σχηματίζουν τη ρυμοτομία του μεγάλου χωριού. Εκείνο που αμέσως εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι τα ψηλά λιθόκτιστα σπίτια, πολύ μεγάλα ανάλογα με τον τόπο. Δίπατα, ακόμη και τρίπατα, τα περισσότερα με σιδερένια μπαλκόνια, προσθέτουν κάτι το φρουριακό στο ειρηνικό Γεράκι. Είναι τα παλιά αρχοντικά από οικογένειες με βυζαντινές περγαμηνές και παλιές παραδόσεις, που οι απόγονοί τους ζούν ακόμη εκεί και μ' ευλάβεια τις διατηρούν από τους γεροντότερους ως τους πιο νέους του τόπου”.



(Αθηνά Ταρσούλη, Κάστρα και Πολιτείες του Μοριά, Αθήνα 1934)

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Η μάχη της Μανωλάδας και ο ρόλος του Ιωάννη ΙΙ ντε Νιβελέ - Η κληρονομιά του Βιλλεαρδουίνου και η τύχη του πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Βαρονίας του Γερακίου

Η Μάχη της Μανωλάδας, ήταν μάχη που έγινε στις 5 Ιουλίου 1316 στον κάμπο της Μανωλάδας. Η μάχη έγινε ανάμεσα στον στρατό του νόμιμου πρίγκιπα της Αχαΐας Λουδοβίκου της Βουργουνδίας και του Φερδινάνδου της Μαγιόρκας που διεκδικούσε το πριγκιπάτο για αυτόν.
Ο Λουδοβίκος της Βουργουνδίας
Ο Φερδινάνδος έφτασε στην Γλαρέντζα ( σημερινή Κυλλήνη) στα μέσα του 1315 όπου προσπάθησε να την καταλάβει χωρίς επιτυχία. Στην συνέχεια προχώρησε στο εσωτερικό της Ηλείας καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα του πριγκιπάτου την Ανδραβίδα. Την ίδια χρονιά έφτασε και ο Λουδοβίκος στην Πελοπόννησο περνώντας πρώτα από την Βενετία για να ζητήσει βοήθεια. Η γυναίκα του Ματθίλδη του Αινώ ( κόρη της Ισαβέλλας Βιλλεαρδούίνου) που ήρθε πρώτη στον ελληνικό χώρο ζήτησε και κέρδισε την βοήθεια του Ιωάννη Ορσίνη και του βαρώνου της Χαλανδρίτσας που αρχικά είχε υποσχεθεί βοήθεια στον Φερδινάνδο.
Ο Φερδινάνδος βλέποντας αυτό επιτέθηκε στην Χαλανδρίτσα ( 20 χλμ από την Πάτρα) χωρίς να καταφέρει να την καταλάβει. Κατάφερε όμως να εξασφαλίσει βοήθεια, στρατό, από τον Μιχαήλ Καντακουζηνό και το Δεσποτάτο του Μυστρά. Εν τω μεταξύ ο Λουδοβίκος έφτασε στην Πελοπόννησο με τον στρατό του αλλά δεν περίμενε στην Γλαρέντζα τις ενισχύσεις από την Καταλανική εταιρεία του δουκάτου των Αθηνών και προχώρησε να βρει τον Φερδινάνδο.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στον Κάμπο της Μανωλάδας, ο στρατός του Λουδοβίκου έσπασε την πρώτη γραμμή των Βουργουνδών που διοικούνταν από τον Ιωάννη Ορσίνη. Δεν κατάφερε όμως να σπάσει τη δεύτερη γραμμή που διοικούνταν από τον ίδιο τον Λουδοβίκο, στην προσπάθεια μάλιστα αυτή πέφτει από το άλογο του και σκοτώνεται. Βλέποντας το στράτευμα του την απώλεια του αρχηγού τους καταρρακώθηκε το ηθικό τους και υποχώρησαν προς την Γλαρέντζα.
Ανάμεσα στους αιχμάλωτους από τον στρατό του Φερδινάνδου ήταν και ο Ιωάννης Β΄ ντε Νιβελέ βαρώνος του Γερακίου που εκτελέστηκε επί τόπου σαν προδότης. Την επόμενη ημέρα έφτασαν και οι ενισχύσεις των Καταλανών και μετά από δέκα ημέρες οι ενισχύσεις από την Μαγιόρκα. Ο Λουδοβίκος δεν χάρηκε για πολύ την νίκη του αφού πέθανε μετά από έναν μήνα.
Το πριγκιπάτο της Αχαΐας:
Χάρτης του 1278 ( Miller)
Με το θάνατο του Γουλιέλμου του Β', στην αρχηγία του πριγκιπάτου βρέθηκε ο Οίκος των Ανζού, οπότε και η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου παντρεύτηκε τον Φίλιππο Α' της Σαβοΐας, τον οποίο ο Κάρολος Β' της Νάπολης κατηγόρησε για ατιμία επειδή δεν τον βοήθησε στην εκστρατεία κατά του Δεσποτάτου της Ηπείρου, και εφόσον η Ισαβέλλα δεν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της για να παντρευτεί τον Φίλιππο, ο Κάρολος τους απάλλαξε από το πριγκιπάτο τους και το παρέδωσε στον Φίλιππο Α' του Τάραντα στις 5 Μαΐου του1306. Οι δυναστικές έριδες και οι διεκδικητές του θρόνου του Πριγκιπάτου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του, φέρνοντας μάλιστα οι διεκδικητές ακόμα και μισθοφορικούς στρατούς όπως οι Ναβαραίοι. Ο ένας από τους αρχηγούς αυτών των μισθοφόρων έφτασε να γίνει και ο ίδιος πρίγκιπας, πρόκειται για τον Πέτρο του Μπορντώ.

Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου - Φερδινάρδος της Μαγιόρκας

Η Μαργαρίτα ( 1266-1315)  , η μικρότερη κόρη του Γουλλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και της Άννας Δούκαινας , ήταν η " αδικημένη" αδερφή της Ισαβέλλας. . Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της μόνο τα 2/3 της βαρονίας της Άκοβας, και όσο ζούσε η μητέρα της είχε στην κατοχή της τη βαρονία της Καλαμάτας και το κάστρο στο Χελμούτσι, η οποία όμως αναγκάστηκε να τα ανταλλάξει με άλλες εκτάσεις γης στη Μεσσηνία, το 1282. Το υπόλοιπο πριγκιπάτο είχε περάσει στην κυριαρχία του πεθερού της Ισαβέλλας, Καρόλου του Ανζού ( καθώς ούτε ο Γουλιέλμος ούτε οι κόρες του είχαν αποκτήσει γιους). Το 1304 η Μαργαρίτα διεκδίκησε από τον Φίλιππο της Σαβοΐας το 1/5 της περιουσίας, ο οποίος όμως αρνήθηκε. Στη συνέχεια και μετα το θάνατο της Ισαβέλλας το 1312 διεκδίκησε πάλι αυτη τη φορά όλο το πριγκιπάτο, όμως πάλι δεν τα κατάφερε. 
Έτσι , το Φεβρουάριο του 1314, η Μαργαρίτα αποφασισμένη να πετύχει τους στόχους της, πηγαίνει στη Σικελία, για να παντρέψει τη μοναχοκόρη της Ισαβέλλα του Σαμπράν με τον πρίγκηπα Φερδινάρδο της Μαγιόρκας. Ο Φερδινάρδος ερωτεύεται την όμορφη Ισαβέλλα, την παντρεύεται, και ως αρσενικός απόγονος του ΒΙλλεαρδουίνου πια  αποφασίζει να διεκδικήσει το πριγκηπάτο της Αχαΐας από τον Λουδοβίκο και την εξαδέλφη Ματθίλδη, με τη γνωστή κατάληξη στη μάχη της Μανωλάδας....
 ( H νεαρή Ισαβέλλα ήταν και αυτή άτυχη, καθώς πέθανε το 1315, λίγο μετά τη γέννα του γιου της, James III, του τελευταίου βασιλιά  (1324-1344) της ανεξάρτητης Μαγιόρκα).

Ο Ροβέρτος του Τάραντος (1318 - 10 Σεπτεμβρίου 1364) ήταν Πρίγκιπας του Τάραντα (1332–1346) από τον οίκο των Ανδεγαυών ( Ανζού), Κόμης παλατινός Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (1336 – 1357), Βασιλιάς της Αλβανίας (1332-1364), Πρίγκιπας της Αχαΐας (1333-1346) και έφερε τον τίτλο του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ως Ροβέρτος Β΄ (1346-1364).
Μεγαλύτερος γιος του Φιλίππου Α΄ του Τάραντα και της τιτουλάριας Αυτοκράτειρας Αικατερίνης ντε Βαλουά. Μετά το θάνατο του πατέρα του αναδείχθηκε νόμιμος κληρονόμος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, λόγω όμως αντιρρήσεων εκ μέρους του θείου του Ιωάννη της Γραβίνηςπροέκυψε διαφορά για τα κληρονομικά δικαιώματα, η οποία λύθηκε το 1336 με τη μεσολάβηση του πλούσιου Φλωρεντινού Νικολάου Ατζαϊόλι, επιτρόπου των παιδιών του Φιλίππου. Σύμφωνα με το συμβιβασμό που ακολούθησε, ο Ιωάννης της Γραβίνης έλαβε τις κτήσεις των Ανδεγαυών στην Ήπειρο, παραχωρώντας στον Ροβέρτο τα δικαιώματα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Παλατινής Κομητείας Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. Από τότε ο Ροβέρτος ετιτλοφορείτο «Κύρης Ροβέρτος, χάριτι Θεού Αχαΐας και Τάραντος πρίγκηψ και Κεφαλληνίας Ζακύνθου κόμης Παλατινός». Λόγω του νεαρού της ηλικίας του, την εξουσία ασκούσε η μητέρα του Αικατερίνη μέχρι τον θάνατό της το 1346.
Τον Οκτώβριο του 1347 ο Ροβέρτος παντρεύτηκε την Μαρία, θυγατέρα του Λουδοβίκου Α΄ Δούκα των Βουρβόνων, αλλά δεν απέκτησαν παιδιά. 


Βεατρίκη των Βουρβόνων ( 1257 - 1310)
- γιαγιά της Μαρίας των Βουρβόνων



Ματθίλδη 1293-1331 ( κορη της Ισαβέλλας
 Βιλεαρδουίνου- σύζυγος του Λουδοβίκου Α')

Λουδοβίκος Ι των Βουρβόνων 1279-1342 ( γιος του Ροβέρτου
των Βουρβόνων και εγγονός της Βεατρίκης των Βουρβόνων)


Η Μαρία των Βουρβόνων (γαλλικά : Marie de Bourbon) (1315– Νάπολη 1387) ήταν σύζυγος του Ροβέρτου του Τάραντα τιτουλάριου Λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και Πρίγκιπα της Αχαΐας. Ήταν κόρη του Λουδοβίκου Α΄ των Βουρβόνων και της Μαρίας των Αβέν, αδελφή του Πέτρου των Βουρβώνων και του Ιάκωβου του Μαρς.
Το 1330 παντρεύτηκε στη Λευκωσία τον Γκυ των Λουζινιάν διάδοχο του Βασιλείου της Κύπρου γιο του Ούγου Δ΄. Με τον Γκυ απέκτησε γιο που τον ονόμασε Ούγο, ο Γκυ πέθανε το 1343 και δημιουργήθηκε θέμα διαδοχής ανάμεσα στον γιο της, νόμιμο κληρονόμο του Στέμματος, και τον Πέτρο αδελφό του άντρα της. Το 1346 ή 1347 εγκαταλείπει την Κύπρο και πηγαίνει στη Νάπολη όπου εκεί παντρεύεται τον Ροβέρτο του Τάραντα.
Το 1356 ο Ροβέρτος και Μαρία εγκαθίστανται στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας όπου ο Ροβέρτος είναι πρίγκηπας του και την χρίζει διάδοχο του. Όταν πέθανε όμως ο Ροβέρτος ο αδελφός του Φίλιππος Β' του Τάραντος ανακηρύχθηκε πρίγκιπας της Αχαΐας . Η Μαρία μαζί με τον γιο της Ούγο μάζεψαν στρατό, 12.000 άντρες από Κύπρο και Προβηγκία, κι επιτέθηκαν και πολιόρκησαν την Πάτρα όπου ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Γ΄ με την βοήθεια ενός νεαρού τότε ιερέα του Κάρολου Ζένου τους απώθησε και τους καταδίωξε έως τονΖόγκλο[1][2]. Η Μαρία έπειτα αγόρασε τη Βαρωνία της Βοστίτσας και της Βαρωνία του Γερακίου[3] κατά άλλους και της Καλαμάτας έως το 1363 που έφυγε από τη Βοστίτσα[2] κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νάπολη.
Πέθανε στη Νάπολη το 1387 και είναι θαμμένη στην εκκλησία της Santa Chiara.
Santa Chiara - Lecce- Απουλία ( Ιταλία)
Η Βεατρίκη ήταν πιθανότατα η χήρα του Ιωάννη Β΄ ντε Νιβελλέ, που σύμφωνα με πηγές παντρεύτηκε τον Καταλανό Bertrand Cancelm το 1316. Η βαρονία πέρασε στη συνέχεια στην οικογένεια Charny , από όπου την αγόρασε η Μαρία των Βουρβόνων.

πηγές: " A history of the crusades", Harry Hazard
            Χρονικόν του Μορέος
            Φραγκοκρατία εν Ελλάδι - Wiliiam Miller
            Wikipedeia

Το εμπόριο την εποχή της Φραγκοκρατίας

Παραγωγή, εμπόριο, νομίσματα

Στην Πελοπόννησο παράγονταν προϊόντα, όπως το κρασί, οι σταφίδες, το κερί, το μέλι, το λάδι και ιδιαίτερα το μετάξι που εξαγόταν στην Ιταλία. Το σιτάρι δεν επαρκούσε και το εισήγαν από την Απουλία. Ο Κάρολος είχε υπό τη δικαιοδοσία του τη διεξαγωγή του εμπόριου σιτηρών και οργάνωνε αποστολές για εφοδιασμό των κάστρων, είτε για προσωπική χρήση των βαρόνων και του πρίγκιπα είτε για πώληση, συνήθως στη Γλαρένζα, για λογαριασμό της ανδεγαυικής αυλής. Τα έγγραφα του ανδεγαυικού αρχείου παρέχουν πολλές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης του εμπορίου των σιτηρών (ποσότητες, τιμές αγοράς και πώλησης, δασμοί εξαγωγής, ονόματα εμπόρων, αγορών κλπ.).
O Kάρολος αναδιοργάνωσε το νομισματοκοπείο της Γλαρένζας (Clarentie sicle nostre, σημ. Κυλλήνη), για να πληρώνει τα στρατεύματά του και έστελνε μέταλλο και ειδικούς αξιωματούχους (siclarii, zecchieri) για την εύρυθμη λειτουργία του. Η παραγωγή όμως των τορνεζίων παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα, διότι δεν ήταν δυνατό να συναγωνισθεί το ισχυρό βενετικό γρόσσο και το φλωρεντινό φιορίνι, και η λειτουργία του νομισματοκοπείου διακόπηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα.
 τορνέζιο Γλαρένζας (1267-1278)

Όπως προκύπτει από το Χρονικό του Μορέως, το εσωτερικό εμπόριο διεξαγόταν στις τοπικές πανηγύρεις (panejours), όπου Φράγκοι και Έλληνες συγκεντρώνονταν, για να πωλήσουν τα προϊόντα τους. Όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο οι Φράγκοι το είχαν παραχωρήσει στους Βενετούς, οι οποίοι βάσει της συνθήκης της Σαπιέντζας (που είχαν συνάψει το 1209 με το Γοδοφρείδο Α' Βιλλεαρδουίνο) είχαν κρατήσει μόνο τη Μεθώνη και την Κορώνη, ενώ είχαν αναγνωρίσει στο Γοδοφρείδο την κυριαρχία της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Επίσης, είχαν διατηρήσει το δικαίωμα να εμπορεύονται στο πριγκιπάτο χωρίς την καταβολή δασμών, όπως και την άδεια να ιδρύουν σε κάθε πόλη εκκλησία, δικαστήριο και αποθήκη εμπορευμάτων.

 χαλκογραφία του 1703 με το λιμάνι της Κορώνης.
Dapper, O., "Description exacte des isles de l' Archipel", Amsterdam 1703, σ. 27.
πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

Πριγκιπάτο της Αχαϊας - Ηγεμόνες

ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΑΧΑΪΑΣ
Γουλιέλμος Α' Champlitte (1205-1209)
Γοδοφρείδος Α' Βιλλεαρδουίνος (1209-1228)
Το Οικόσημο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας

Γοδοφρείδος Β' Βιλλεαρδουίνος (1228-1246)
Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος (1246-1278)
Κάρολος Α' Ανδεγαυός (μέσω βάιλων) (1278-1285)
Κάρολος Β' Ανδεγαυός (μέσω βάιλων) (1285-1289)
Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου και Φλωρέντιος d' Hainaut (1289-1297)
Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου (1297-1301)
Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου και Φίλιππος Σαβοΐας (1301-1305)
Φίλιππος Α' του Τάραντα (1307-1313)
Ματίλδη (Mahaut) d' Hainaut και Λουδοβίκος Βουργουνδίας (1313-1316)
Ματίλδη (Mahaut) d' Hainaut (1316-1318)
Ιωάννης Gravina (1318-1332)
Ροβέρτος του Τάραντα και η μητέρα του Αικατερίνη Valois (1333-1346)
Ροβέρτος του Τάραντα (1346-1364)
Φίλιππος Β' του Τάραντα (1364-1373) και Μαρία Βουρβόνων 1364-1370)
Ιωάννα Α', βασίλισσα της Νεάπολης (1373-1376)
Ιωαννίτες ιππότες (παραχώρηση του πριγκιπάτου αντί ενοικίου από την Ιωάννα Α', 1376-1381)
Ιάκωβος de Baux των Ναβαρραίων (1381-1383)
Κάρολος Γ' βασιλιάς της Νεάπολης (1381-1386)
Λαδίσλαος βασιλιάς της Νεάπολης (1386-1396)
Πέτρος de Saint Superan (1396-1402)
Μαρία Zaccaria (1402-1404)
Centurione II Zaccaria (1404-1432)
Βυζαντινοί του δεσποτάτου του Μορέως (1432-1460)


πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ( ΙΜΕ).

Βαρωνία του Γερακίου

Βαρωνία του Γερακίου


Η Βαρωνία του Γερακίου (1209-1262) ήταν κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1209 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Σαμπλίτη. Αρχικά λεγόταν βαρωνία των Νιβηλέ ή Νιβελέ (Nivelet) κι έπειτα του Γερακίου από το κάστρο κατοικία της οικογένειας.
Η Ελλάδα το 1214 ( Miller)
Ο Σταμπλίτης διαίρεσε το πριγκιπάτο σε 12 υψηλές βαρωνίες, φέουδα και τιμάρια, η υψηλή βαρωνία του Γερακίου μαζί με 6 τιμάρια δόθηκε στον Φράγκο ιππότη Γκυ ντε Νιβελέ(Guy de Nivelet)[1]. Ήταν μικρή βαρωνία στα όρια της σημερινής Λακωνίας στην περιοχή της Τσακωνίας.
Ο Γκυ ή ο γιος του Ιωάννης (Jean de Nivelet) έχτισαν το Κάστρο του Γερακίου σε λόφο στους πρόποδες του Πάρνωνα όπου αργότερα εξελίχθηκε στην μεσαιωνική κώμη του Γερακίου. Η θέση του κάστρου ήταν ιδανική για τον έλεγχο της πεδιάδας τους Έλους, πιστεύεται ότι χτίστηκε το 1250.
Το 1262 μετά την Μάχη της Πελαγονίας πέρασε στην κατοχή του Δεσποτάτου του Μυστρά. Το 1316 αναφέρεται ότι πήρε μέρος στην Μάχη της Μανωλάδας ο Βαρώνος του Γερακίου Ιωάννης Β΄ (Jean II de Nivelet), ίσως η βαρωνία είχε ανακτηθεί προσωρινά ή απλά διατηρούσε τον τίτλο του βαρώνου. Το 1356 αναφέρεται η Μαρία των Βουρβόνων που αγόρασε την Βαρωνία των Νιβηλέτ, ίσως η οικογένεια είχε κάποια τιμάρια ελεύθερα ή είχε αποκτήσει άλλα, έπειτα από αυτή αγόρασε την βαρωνία ο Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι[2].(1363)
Βαρώνοι του Γερακίου
Οίκος Νιβηλέ
1209- 1263
ΒαρώνοςΓέννηση - ΘάνατοςΔιάρκεια
Γκυ ντε Νιβελέ1209- 1250
Ιωάννης Α΄ ντε Νιβελέ1250 -1262
Ιωάννης Β΄ ντε Νιβελέ1262-1316
Βεατρίκη Νιβελέ του Γερακίου[3]1316-1321
Μαρία των Βουρβόνων ; -
Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι
πηγή: Βικιπαίδεια